πρωτακτίνιο

πρωτακτίνιο
το, Ν
1. (χημ.-φυσ.) μεταλλικό ραδιενεργό στοιχείο μετάπτωσης που ανήκει στη σειρά των ακτινιδών τής ΙΙΙb ομάδας τού περιοδικού συστήματος και απαντά σε όλα τα ορυκτά τού ουρανίου σε αναλογία κατά πολύ μικρότερη τού ραδίου
2. φρ. «τεχνική ραδιοχρονολόγησης πρωτακτινίου -θορίου»
(πυρην.-χημ.-γεωλ.) μέθοδος προσδιορισμού τής ηλικίας πετρωμάτων, που βασίζεται στη μέτρηση τών ποσοτήτων ορισμένων ισοτόπων τού πρωτακτινίου και τού θορίου σε θαλάσσια ιζήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protactinium (< πρώτος + ακτίνα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρωτ(ο)- — και πρωθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. πρῶτος και δηλώνει: α) ότι κάτι γίνεται, συμβαίνει για πρώτη φορά (πρβλ. πρωτο γεννώ, πρωτο λέγω, πρωτο φανής) β) ότι κάποιος ενεργεί ή δέχεται μια… …   Dictionary of Greek

  • ακτινίδες — Σειρά σπάνιων γαιών, που στο περιοδικό σύστημα ακολουθεί το ακτίνιο και από αυτό παίρνει την ονομασία της. Τα νέα στοιχεία, όλα ραδιενεργά, μερικά από τα οποία υπάρχουν στη φύση (θόριο, ουράνιο) και άλλα είναι προϊόντα του εργαστηρίου, είναι αυτά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”