- πρωτακτίνιο
- το, Ν1. (χημ.-φυσ.) μεταλλικό ραδιενεργό στοιχείο μετάπτωσης που ανήκει στη σειρά των ακτινιδών τής ΙΙΙb ομάδας τού περιοδικού συστήματος και απαντά σε όλα τα ορυκτά τού ουρανίου σε αναλογία κατά πολύ μικρότερη τού ραδίου2. φρ. «τεχνική ραδιοχρονολόγησης πρωτακτινίου -θορίου»(πυρην.-χημ.-γεωλ.) μέθοδος προσδιορισμού τής ηλικίας πετρωμάτων, που βασίζεται στη μέτρηση τών ποσοτήτων ορισμένων ισοτόπων τού πρωτακτινίου και τού θορίου σε θαλάσσια ιζήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. protactinium (< πρώτος + ακτίνα)].
Dictionary of Greek. 2013.